Κύρωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: κύρωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straf, strafsanctie, sanctioneren, bekrachtigen, dwangmaatregel, bestraffing, sanctie, sancties, sanctie op, bekrachtiging
Κύρωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κύρωση

κύρωση πλαισίου παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, κύρωση του κώδικα δήμων και κοινοτήτων, κύρωση κώδικα μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης, κύρωση πράξης εφαρμογής, κίρρωση ήπατος, κύρωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κύρωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κύρος στα ολλανδικά - lef, vermetelheid, gezicht, gelaat, autoriteit, kracht, kijk, ...
  • κύρτωμα στα ολλανδικά - bochel, bocht, bult, knobbel, welving, Camber, wielvlucht, ...
  • κύστη στα ολλανδικά - blaas, de blaas, blaas te, blaas-, bladder
  • κύτταρο στα ολλανδικά - pilletje, cachot, cel, mobiele, cellen, cell
Τυχαίες λέξεις
Κύρωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: straf, strafsanctie, sanctioneren, bekrachtigen, dwangmaatregel, bestraffing, sanctie, sancties, sanctie op, bekrachtiging