Πρόστιμο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πρόστιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fijn, pand, schoon, straf, knap, verbeurd, dwangmaatregel, bestraffing, net, delicaat, mooi, kies, geldboete, boete, fraai, kieskeurig, fijne, prima
Πρόστιμο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πρόστιμο

πρόστιμο για κάπνισμα, πρόστιμο του άρθρου 57 του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, πρόστιμο για κτεο, πρόστιμο οασθ, πρόστιμο κτεο, πρόστιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πρόστιμο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πρόσοδος στα ολλανδικά - lijfrente, annuïteit, rente, annuity, uitkering
  • πρόσοψη στα ολλανδικά - gevel, voorgevel, front, voorpui, pui, façade, voorzijde, ...
  • πρόστυχος στα ολλανδικά - inkomsten, dik, louter, schoon, puur, onvermengd, helder, ...
  • πρόσφατα στα ολλανδικά - onlangs, recentelijk, kortgeleden, recent, kort
Τυχαίες λέξεις
Πρόστιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fijn, pand, schoon, straf, knap, verbeurd, dwangmaatregel, bestraffing, net, delicaat, mooi, kies, geldboete, boete, fraai, kieskeurig, fijne, prima