Effect στα ελληνικά

Μετάφραση: effect, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωμάτευση, τεύχος, συνέπεια, πίστη, κατάληξη, γεγονός, πεποίθηση, άθλημα, γνώμη, θέμα, άποψη, αντίληψη, ιδέα, αποτέλεσμα, σημασία, αίσθημα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Effect στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eeuwig στα ελληνικά - αιώνιος, παντοτινός, ενδελεχής, για πάντα, πάντα
  • eeuwigheid στα ελληνικά - αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
  • effecten στα ελληνικά - επίπτωση, έκβαση, σημασία, άθλημα, γεγονός, θέμα, τεύχος, ...
  • effectief στα ελληνικά - αληθινός, πραγματικός, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, αποτελεσματικές
Τυχαίες λέξεις
Effect στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωμάτευση, τεύχος, συνέπεια, πίστη, κατάληξη, γεγονός, πεποίθηση, άθλημα, γνώμη, θέμα, άποψη, αντίληψη, ιδέα, αποτέλεσμα, σημασία, αίσθημα, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις