Πίστη στα ολλανδικά

Μετάφραση: πίστη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vertrouwen, geloof, fiducie, effect, trouw, overtuiging, leerstuk, belichting, leerstelling, verplichting, afdruk, impressie, indruk, het geloof, geloof te
Πίστη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πίστη

πίστη στο θεό, πίστη και υγεία, πίστη κρυσταλλίδου, πίστη συνώνυμα, πίστη και λογική, πίστη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πίστη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πίσσα στα ολλανδικά - teren, teer, zeeman, tar, teer-, teergehalte, asfalt
  • πίστα στα ολλανδικά - weg, rail, spoor, afdruk, baan, dansvloer, de dansvloer
  • πίστωση στα ολλανδικά - tegoed, citaat, aanhaling, krediet, credit, creditzijde, creditcard, ...
  • πίτα στα ολλανδικά - pastei, taart, pie, pastei van, cirkel
Τυχαίες λέξεις
Πίστη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vertrouwen, geloof, fiducie, effect, trouw, overtuiging, leerstuk, belichting, leerstelling, verplichting, afdruk, impressie, indruk, het geloof, geloof te