Γνωμάτευση στα ολλανδικά

Μετάφραση: γνωμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
effect, gedachte, zin, advies, mening, opinie, belichting, visie, impressie, dunk, vonnis, oordeel, standpunt
Γνωμάτευση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γνωμάτευση

γνωμάτευση παθολόγου ή γενικού ιατρού και γνωμάτευση ψυχιάτρου, γνωμάτευση αυε ικα, γνωμάτευση χορήγησης αναλωσίμων, γνωμάτευση υγειονομικήσ επιτροπήσ, γνωμάτευση αυε, γνωμάτευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γνωμάτευση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γνήσιος στα ολλανδικά - onvervalst, origineel, echt, authentiek, waar, oorspronkelijk, apart, ...
  • γνησιότητα στα ολλανδικά - echtheid, authenticiteit, de authenticiteit, de echtheid, authentieke
  • γνωμικό στα ολλανδικά - zinspreuk, sententie, spreuk, spreekwoord, Maxim, stelregel, adagium, ...
  • γνωρίζω στα ολλανδικά - uitvoeren, invoeren, presenteren, steken, indienen, aanbieden, binnenleiden, ...
Τυχαίες λέξεις
Γνωμάτευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: effect, gedachte, zin, advies, mening, opinie, belichting, visie, impressie, dunk, vonnis, oordeel, standpunt