Eigendomsrecht στα ελληνικά

Μετάφραση: eigendomsrecht, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχή, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Eigendomsrecht στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eigenaardig στα ελληνικά - ιδιόμορφος, τυπικός, ρούμι, παράξενος, γραφικός, μοναδικός, αλλόκοτος, ...
  • eigendom στα ελληνικά - κατοχή, ιδιοκτησία, ακίνητο, σπίτι, κτήμα, περιουσία, κυριότητα, ...
  • eigenlijk στα ελληνικά - πραγματικός, αληθινός, ως, όπως, και, καθώς, σαν
  • eigenmachtig στα ελληνικά - αυθαίρετος, αυθαίρετη, αυθαίρετες, αυθαίρετων, αυθαίρετο
Τυχαίες λέξεις
Eigendomsrecht στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχή, ιδιοκτησία, ιδιότητα, περιουσία, ιδιοκτησίας, ακίνητο