Ιδιοκτησία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezit, eigendom, vermogen, eigendomsrecht, bezitting, eigenschap, goed
Ιδιοκτησία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία

ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ιδιοκτησία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιδιαίτερος στα ολλανδικά - scheiden, besloten, afscheiden, persoonlijk, verdelen, afbreken, afzonderen, ...
  • ιδιοκτήτης στα ολλανδικά - eigenaar, bezitter, de eigenaar, verhuurder, eigenaar van
  • ιδιορρυθμία στα ολλανδικά - nieuwsgierigheid, rariteit, weetgierigheid, eigenaardigheid, bijzonderheid
  • ιδιοτέλεια στα ολλανδικά - egoïsme, zelfzucht, zelfzuchtigheid, eigenbelang, het egoïsme
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bezit, eigendom, vermogen, eigendomsrecht, bezitting, eigenschap, goed