Elastisch στα ελληνικά

Μετάφραση: elastisch, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
Elastisch στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elasticiteit στα ελληνικά - ελαστικότητα, την ελαστικότητα, την ελαστικότητά, της ελαστικότητας, ελαστικότητα του
  • elastiek στα ελληνικά - γόμα, λαστιχένιος, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών
  • elegant στα ελληνικά - εκλεπτυσμένος, κομψός, κομψό, κομψά, κομψή, το κομψό
  • elektronica στα ελληνικά - ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, Electronics, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών ειδών
Τυχαίες λέξεις
Elastisch στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανθεκτικός, ελαστικό, ελαστική, ελαστικά, ελαστικού, ελαστικών