Element στα ελληνικά

Μετάφραση: element, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντελεστής, παράγοντας, εξάρτημα, συστατικός, στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Element στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elektronica στα ελληνικά - ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, Electronics, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών ειδών
  • elektronisch στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό
  • elementair στα ελληνικά - στοιχειώδης, στοιχειώδη, δημοτικό, στοιχειώδεις, στοιχειώδες
  • elf στα ελληνικά - έντεκα, ένδεκα, από έντεκα
Τυχαίες λέξεις
Element στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντελεστής, παράγοντας, εξάρτημα, συστατικός, στοιχείο, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο