Engelachtig στα ελληνικά

Μετάφραση: engelachtig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγελικός, αγγελική, αγγελικό, αγγελικά, αγγελικές
Engelachtig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eng στα ελληνικά - στενός, μακάβριος, στοιχειωμένος, τρομακτικό, spooky, απόκοσμο, ντυμένοι φαντάσματα
  • engel στα ελληνικά - άγγελος, αγγέλου, άγγελο, Ο Angel, αγγέλων
  • enig στα ελληνικά - μονός, μοναχός, ασυντρόφευτος, κανένας, μερικοί, ανύπαντρος, μονόκλινος, ...
  • enige στα ελληνικά - μερικοί, λίγοι, μερικός, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
Τυχαίες λέξεις
Engelachtig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγελικός, αγγελική, αγγελικό, αγγελικά, αγγελικές