Enkelvoudig στα ελληνικά
Μετάφραση: enkelvoudig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχειώδης, ενικός, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- enkeling στα ελληνικά - ανθρώπινος, πρόσωπο, ατομικός, άνθρωπος, θανάσιμος, κάποιος, άτομο, ...
- enkelvoud στα ελληνικά - μοναδικός, ιδιόμορφος, ενικός, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
- enorm στα ελληνικά - πελώριος, τεράστιος, απέραντος, πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, πάρα, ...
- enquête στα ελληνικά - ερώτηση, ανάκριση, έρευνα, εξέταση, επισκόπηση, έρευνας, της έρευνας, ...
Τυχαίες λέξεις
Enkelvoudig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχειώδης, ενικός, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού
Μεταφράσεις: στοιχειώδης, ενικός, ενικό, μοναδική, μοναδικό, ενικού