Στοιχειώδης στα ολλανδικά
Μετάφραση: στοιχειώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elementair, eenvoudig, aalwaardig, enkelvoudig, simpel, elementaire, lagere, de lagere, basis-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στοιχειώδης
στοιχειώδησ εκπαίδευση, στοιχειώδης αντίδραση, στοιχειώδης εισαγωγή στα χρηματοοικονομικά μαθηματικά, στοιχειώδης αισθητική, στοιχειώδης διαφορική γεωμετρία - o'neil barrett, στοιχειώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στοιχειώδης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στοιχεία στα ολλανδικά - adstrueren, materiaal, grondstof, teken, waarmaken, getuigenis, bewijzen, ...
- στοιχείο στα ολλανδικά - bestanddeel, beginsel, element, onderdeel, elementen
- στοιχειώνω στα ολλανδικά - spoken, Haunt, achtervolgen, trefpunt, Achtervolg
- στοιχηματίζω στα ολλανδικά - wedden, weddenschap, inzet, bet, gok
Τυχαίες λέξεις
Στοιχειώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: elementair, eenvoudig, aalwaardig, enkelvoudig, simpel, elementaire, lagere, de lagere, basis-
Μεταφράσεις: elementair, eenvoudig, aalwaardig, enkelvoudig, simpel, elementaire, lagere, de lagere, basis-