Even στα ελληνικά

Μετάφραση: even, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίσος, εξίσου, ακόμα, προσωρινά, έτσι, τόσο, επίσης, εξ ίσου, ίδιο, ισότιμα
Even στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • evangelie στα ελληνικά - ευαγγέλιο, Ευαγγέλιο, Ευαγγελίου, το ευαγγέλιο, Gospel, του Ευαγγελίου
  • evangelisch στα ελληνικά - ευαγγελικός, ευαγγελική, ευαγγελικό, ευαγγελικής, ευαγγελικές
  • evenaar στα ελληνικά - ισημερινός, ισημερινό, ισημερινού, τον ισημερινό
  • evenbeeld στα ελληνικά - πορτρέτο, εικόνα, εικόνας, image, εικόνα από, την εικόνα
Τυχαίες λέξεις
Even στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίσος, εξίσου, ακόμα, προσωρινά, έτσι, τόσο, επίσης, εξ ίσου, ίδιο, ισότιμα