Exploreren στα ελληνικά
Μετάφραση: exploreren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξετάζω, εξερευνώ, έρευνα, βλέπω, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Μεταφράσεις
- exploiteren στα ελληνικά - αξιοποιώ, εκμεταλλεύονται, εκμεταλλευτεί, εκμεταλλευτούν, αξιοποιήσουν, αξιοποιήσει
- exploot στα ελληνικά - κλήση, κλήτευση, κλήτευσης, κλήσης, κλήσεως
- explosie στα ελληνικά - έκρηξη, έκρηξης, εκρήξεις, από εκρήξεις, εκρήξεως
- explosief στα ελληνικά - εκρηκτικός, εκρηκτική, εκρηκτικό, εκρηκτικές, εκρηκτικά
Τυχαίες λέξεις
Exploreren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξετάζω, εξερευνώ, έρευνα, βλέπω, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε
Μεταφράσεις: εξετάζω, εξερευνώ, έρευνα, βλέπω, διερευνήσει, να διερευνήσει, εξερευνήστε, εξερευνήσουν, εξερευνήσετε