Fair στα ελληνικά
Μετάφραση: fair, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηθικός, πανηγύρι, δίκαιος, ξανθός, ενάρετος, ηθικολόγος, μόλις, έκθεση, εύλογη, δίκαιη, εύλογης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- failliet στα ελληνικά - πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
- faillissement στα ελληνικά - πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
- fakkel στα ελληνικά - φακός, δάδα, φακό, πυρσό, δάδας
- falen στα ελληνικά - αποτυγχάνω, να αποτύχει, για να αποτύχει, να αποτύχουν, αποτυχία, την αποτυχία
Τυχαίες λέξεις
Fair στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηθικός, πανηγύρι, δίκαιος, ξανθός, ενάρετος, ηθικολόγος, μόλις, έκθεση, εύλογη, δίκαιη, εύλογης
Μεταφράσεις: ηθικός, πανηγύρι, δίκαιος, ξανθός, ενάρετος, ηθικολόγος, μόλις, έκθεση, εύλογη, δίκαιη, εύλογης