Ηθικολόγος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ηθικολόγος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtvaardig, fair, billijk, moralist, moralistische, zedenmeester, moralistisch, moraalridder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηθικολόγος
ηθικολόγος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ηθικολόγος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ηδύφωνος στα ολλανδικά - idyfonos
- ηθική στα ολλανδικά - zedenkunde, ethiek, zedenleer, moraal, ethische, de ethiek, ethisch
- ηθικός στα ολλανδικά - zedelijk, billijk, fair, moraal, rechtvaardig, zedenkundig, moreel, ...
- ηλίθιος στα ολλανδικά - idioot, idiot, gek, idiote
Τυχαίες λέξεις
Ηθικολόγος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rechtvaardig, fair, billijk, moralist, moralistische, zedenmeester, moralistisch, moraalridder
Μεταφράσεις: rechtvaardig, fair, billijk, moralist, moralistische, zedenmeester, moralistisch, moraalridder