Fingeren στα ελληνικά
Μετάφραση: fingeren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, υποκρίνομαι, feign, προσποιούνται, προσποιηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- financieel στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομικά, οικονομική, χρηματοδοτική, οικονομικώς, οικονομικής
- financieren στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
- firma στα ελληνικά - θίασος, εταιρία, ομήγυρη, παρέα, εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, ...
- fit στα ελληνικά - υγιής, ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
Τυχαίες λέξεις
Fingeren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, υποκρίνομαι, feign, προσποιούνται, προσποιηθεί
Μεταφράσεις: προσποιούμαι, επιτηδεύομαι, υποκρίνομαι, feign, προσποιούνται, προσποιηθεί