Προσποιούμαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: προσποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voorwenden, voorgeven, huichelen, fingeren, simuleren, veinzen, Veins, doen alsof, te veinzen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσποιούμαι
προσποιούμαι στα αγγλικά, προσποιούμαι συνώνυμο, προσποιούμαι αοριστος, προσποιούμαι παρατατικος, προσποιούμαι συνώνυμα, προσποιούμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσποιούμαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- προσπερνώ στα ολλανδικά - voorbijgaan, overtrekken, passeren, inhalen, overvallen, halen, te halen
- προσποίηση στα ολλανδικά - voorwendsel, schijn, pretentie, pretense, aanspraak
- προστάζω στα ολλανδικά - beheersen, bevelen, commanderen, sommeren, bevel, gelasten, opdracht, ...
- προστάτης στα ολλανδικά - beschermheilige, beschermheer, bewaker, beschermer, bewaarder, protector, folie, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσποιούμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voorwenden, voorgeven, huichelen, fingeren, simuleren, veinzen, Veins, doen alsof, te veinzen
Μεταφράσεις: voorwenden, voorgeven, huichelen, fingeren, simuleren, veinzen, Veins, doen alsof, te veinzen