Gebonden στα ελληνικά
Μετάφραση: gebonden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, δασύς, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- geboefte στα ελληνικά - αλητεία, συρφετός, σκύβαλο, όχλος
- gebogen στα ελληνικά - κυρτός, καμπύλος, καμπύλο, κυρτή, κυρτό
- geboorte στα ελληνικά - γραμμή, γέννηση, καταγωγή, ράτσα, αίμα, παρακρατώ, απόθεμα, ...
- geboortedag στα ελληνικά - γενέθλια, γενεθλίων, γενέθλιά, τα γενέθλιά, τα γενέθλια
Τυχαίες λέξεις
Gebonden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, δασύς, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Μεταφράσεις: πυκνός, δασύς, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου