Geheel στα ελληνικά

Μετάφραση: geheel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ολικός, πλήρως, ποδιά, άρτιος, ολόκληρος, σύνολο, μεστός, εντελώς, πλήρης, συνολικός, όλος, γενικός, γεμάτος, όλες, όλα, ακέραιος, εξ ολοκλήρου, απολύτως, απόλυτα
Geheel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gehalte στα ελληνικά - εκτιμώ, τιμή, αξία, περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, ...
  • gehecht στα ελληνικά - συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
  • geheelonthouding στα ελληνικά - εγκράτεια, αποχή, αποχής, η αποχή, την αποχή, της αποχής
  • geheiligd στα ελληνικά - όσιος, πανάγιος, ιερός, άγιος, ιερό, ιερά, ιερή
Τυχαίες λέξεις
Geheel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ολικός, πλήρως, ποδιά, άρτιος, ολόκληρος, σύνολο, μεστός, εντελώς, πλήρης, συνολικός, όλος, γενικός, γεμάτος, όλες, όλα, ακέραιος, εξ ολοκλήρου, απολύτως, απόλυτα