Πλήρως στα ολλανδικά
Μετάφραση: πλήρως, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volkomen, volledig, heel, compleet, totaliter, geheel, helemaal, totaal, voluit, ten volle, volle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πλήρως
πλήρως ανταγωνιστική αγορά, πλήρως ανελαστική ζήτηση, πλήρως ελεγχόμενη μονοφασική γέφυρα, πλήρως συνώνυμο, πλήρως εντοιχιζόμενο πλυντήριο πιάτων, πλήρως λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πλήρως στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πλήξη στα ολλανδικά - verveling, ennui, lusteloosheid
- πλήρης στα ολλανδικά - volledig, boordevol, afgeladen, uitgebreid, groot, volslagen, veelomvattend, ...
- πλήττω στα ολλανδικά - aanboren, vervelen, vermoeien, tegenstaan, ergeren, knuppel, ploertendoder, ...
- πλαίσιο στα ολλανδικά - lijst, omlijsten, kader, inlijsten, vatten, raam, gebeente, ...
Τυχαίες λέξεις
Πλήρως στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volkomen, volledig, heel, compleet, totaliter, geheel, helemaal, totaal, voluit, ten volle, volle
Μεταφράσεις: volkomen, volledig, heel, compleet, totaliter, geheel, helemaal, totaal, voluit, ten volle, volle