Γενικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: γενικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volslagen, volkomen, geheel, universeel, algeheel, algemeen, gans, totaal, vol, generaal, compleet, het algemeen, algemene, General
Γενικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενικός

γενικός γραμματέας κυβέρνησης, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης κρήτης, γενικός οικοδομικός κανονισμός, γενικός κανονισμός λιμένα, γενικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γενικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γενικά στα ολλανδικά - doorgaans, gewoonlijk, algemeen, over het algemeen, in het algemeen, het algemeen
  • γενική στα ολλανδικά - algemeen, het algemeen, generaal, algemene, General
  • γενικότητα στα ολλανδικά - algemeenheid, algemene karakter, algemene strekking
  • γεννήτρια στα ολλανδικά - generator, generatoren, de generator, generator van
Τυχαίες λέξεις
Γενικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volslagen, volkomen, geheel, universeel, algeheel, algemeen, gans, totaal, vol, generaal, compleet, het algemeen, algemene, General