Gehoorzamen στα ελληνικά

Μετάφραση: gehoorzamen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
Gehoorzamen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gehoor στα ελληνικά - ακοή, ακροατήριο, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
  • gehoorzaam στα ελληνικά - πειθήνιος, υπάκουος, υπάκουοι, υπάκουο, υπάκουη, υπάκουα
  • gehucht στα ελληνικά - χωριουδάκι, Άμλετ, Hamlet, κωμόπολη, τον Άμλετ
  • gehuicheld στα ελληνικά - υποκριτικός, υποκριτική, υποκριτικό, υποκριτικές, υποκρισία
Τυχαίες λέξεις
Gehoorzamen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν