Genadigheid στα ελληνικά

Μετάφραση: genadigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, συγκατάβαση, συγκατάβασης, συγκαταβατικότητα, συγκαταβάσεως, συγκατάβασή
Genadigheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • genaakbaar στα ελληνικά - ευπρόσιτος, προσιτός, προσιτή, προσιτό, προσιτές, προσιτά
  • genade στα ελληνικά - επιείκεια, συγχώρηση, χάρη, συγχωρώ, έλεος, χάριτος, τη χάρη, ...
  • genaken στα ελληνικά - προβαίνω, πρόοδος, προκαταβάλλω, προχωρώ, πλησιάζωμεν, πλησιάζουν, πλησιάσουν, ...
  • gendarme στα ελληνικά - χωροφύλακας, χωροφύλακα, χωροφυλακής, της χωροφυλακής
Τυχαίες λέξεις
Genadigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευνοώ, ρουσφέτι, χάρη, συγκατάβαση, συγκατάβασης, συγκαταβατικότητα, συγκαταβάσεως, συγκατάβασή