Λέξη: συνθήκη

Σχετικές λέξεις: συνθήκη

συνθήκη του αγίου στεφάνου, συνθήκη για τη λειτουργία της ευρωπαϊκής ένωσης, συνθήκη του μοντρέ, συνθήκη των σεβρών, συνθήκη του μάαστριχτ, συνθήκη σένγκεν, συνθήκη της γιάλτας, συνθήκη της ρώμης, συνθήκη της λισαβόνας, συνθήκη λωζάνης, συνθήκη της λωζάνης

Συνώνυμα: συνθήκη

προσκεφαλάκι, δέσμη χαρτιού διά σημειώματα, μπλοκ, σύμβαση

Μεταφράσεις: συνθήκη

συνθήκη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
treaty, convention, the Treaty, condition, regard

συνθήκη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
congreso, convención, convenio, pacto, tratado, tratado de, tratados, del Tratado, los tratados

συνθήκη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
staatsvertrag, brauch, kongress, regel, versammlung, abkommen, norm, konvention, vereinbarung, pakt, Vertrag, Vertrags, Vertrages

συνθήκη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
séance, descente, congres, convention, stipulation, transaction, règle, assemblée, rassemblement, habitude, canon, conférence, contrat, pacte, réunion, traité, traités, Traité de, des Traités

συνθήκη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
patto, convenzione, trattato, trattato che, trattato di, trattati, accordo

συνθήκη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convenção, tratamento, convenções, tratados, tratado, tratado de, Tratado que, acordo

συνθήκη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overeenkomst, traktaat, congres, verdrag, verhandeling, Verdrag tot, Verdrag van, verdragen

συνθήκη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пакт, собрание, договор, съезд, обычай, трактат, конвенция, сделка, соглашение, переговоры, созыв, условность, договора, договором, договорных, договор о

συνθήκη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
overenskomst, traktat, konvensjon, pakt, traktaten, avtalen, avtale

συνθήκη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
traktat, avtal, fördrag, fördraget, fördraget om

συνθήκη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käytäntö, sääntö, valtiosopimus, kokous, yhdiste, liitto, sopimus, sovinnaistapa, perustamissopimuksen, sopimuksen, n perustamissopimuksen, tehdyn sopimuksen

συνθήκη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
traktat, traktaten, traktatens, traktaten om

συνθήκη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dohoda, konference, smlouva, zvyklost, konvence, úmluva, pakt, shromáždění, sjezd, ujednání, Smlouvy o, smlouva o, smlouvu

συνθήκη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
konwencja, konwent, zjazd, zwyczaj, konwenans, przyjęcie, kongres, traktat, konwenanse, umowa, zebranie, Traktatu, traktatem, Traktat z

συνθήκη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerződés, szerződésre, egyezmény, Szerződésben

συνθήκη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pakt, antlaşma, sözleşme, anlaşma, anlaşması, antlaşması, trete

συνθήκη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
угода, переговори, умовність, звичай, договір, скликання, договору, угоду

συνθήκη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
traktat, traktati, traktate, marrëveshje, traktat i

συνθήκη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конвенция, договор, съвзе, договора за, договора, договор за

συνθήκη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дагавор, дамову, дамова

συνθήκη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kokkutulek, konvent, leping, tava, asutamislepingu, lepingu, lepinguga, lepingut

συνθήκη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zasjedanje, dogovor, sporazum, ugovor, kongres, konvencija, Ugovor o, Ugovorom, Ugovora o

συνθήκη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samningur, samningar, sáttmálinn, sáttmála, Sáttmálans

συνθήκη στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pactum

συνθήκη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paktas, susitarimas, sutartis, sutarties, sutartį, sutartyje

συνθήκη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pakts, līgums, līgumu, līguma, līgumā

συνθήκη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
правилото, договор, Договорот, спогодба, Договорот за, спогодбата

συνθήκη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
convenţie, pact, tratat, tratat de, tratatului, tratatul, acord

συνθήκη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogodba, pogodbe, pogodba o, pogodbo

συνθήκη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zmluva, zmluvy, dohoda, zmluvu, zmluve

Στατιστικά δημοτικότητας: συνθήκη

Τυχαίες λέξεις