Gereed στα ελληνικά
Μετάφραση: gereed, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πανέτοιμος, έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gerechtshof στα ελληνικά - ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
- gerechtszaak στα ελληνικά - θήκη, αρμόζω, εξυπηρετώ, περιστατικό, προξενώ, αιτία, βολεύω, ...
- gereedschap στα ελληνικά - εργαλείο, εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία, μέσων
- geregeld στα ελληνικά - ομαλός, τακτικά, τακτικός, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
Τυχαίες λέξεις
Gereed στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πανέτοιμος, έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα
Μεταφράσεις: πανέτοιμος, έτοιμος, έτοιμη, έτοιμο, έτοιμοι, έτοιμα