Gestreng στα ελληνικά

Μετάφραση: gestreng, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρός, σέρτικος, δριμύς, σοβαρός, σοβαρή, σοβαρές, σοβαρά, σοβαρής
Gestreng στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gesticht στα ελληνικά - επιβάλλω, θεσπίζω, ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, που ιδρύθηκε, στηρίζεται
  • gesticuleren στα ελληνικά - γνέφω, χειρονομώ, χειρονομία, χειρονομούν
  • gestroomlijnd στα ελληνικά - εξορθολογισμένη, βελτιωμένο, εξορθολογισμένο, εκσυγχρονισμένη, αεροδυναμικό
  • getal στα ελληνικά - αριθμός, ποσόν, ποσό, ανέρχομαι, αριθμό, αριθμού, τον αριθμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Gestreng στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρός, σέρτικος, δριμύς, σοβαρός, σοβαρή, σοβαρές, σοβαρά, σοβαρής