Σοβαρός στα ολλανδικά

Μετάφραση: σοβαρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duchtig, bar, gestreng, statig, zwaarwichtig, belangrijk, voornaam, serieus, plechtstatig, zwaar, degelijk, stemmig, bedenkelijk, ernstig, plechtig, straf, ernstige, serieuze, zware
Σοβαρός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοβαρός

σοβαρός στα αγγλικά, σοβαρός συνώνυμα, σοβαρόσ τραυματισμόσ άνδρα τησ διασ, σοβαρός ετυμολογία, σοβαρός αντίθετο, σοβαρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σοβαρός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σοβάτισμα στα ολλανδικά - plasterering
  • σοβαρά στα ολλανδικά - ernstig, serieus, ernstige, serieus te, zwaar
  • σοβαρότητα στα ολλανδικά - ernst, de ernst, zwaarte, ernstig, ernstige
  • σοβατζής στα ολλανδικά - stukadoor, Plasterer, stukadoor van, stucadoor, De Stukadoor van
Τυχαίες λέξεις
Σοβαρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: duchtig, bar, gestreng, statig, zwaarwichtig, belangrijk, voornaam, serieus, plechtstatig, zwaar, degelijk, stemmig, bedenkelijk, ernstig, plechtig, straf, ernstige, serieuze, zware