Gezichtsvermogen στα ελληνικά

Μετάφραση: gezichtsvermogen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοπίο, όραση, προοπτική, όψη, πανόραμα, πλευρά, άποψη, ορίζοντας, σκηνή, θωριά, όρασης, την όραση, όρασή, της όρασης
Gezichtsvermogen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gezichtskring στα ελληνικά - ορίζοντας, ενοχλώ, Ken, ο Ken, Κεν, τον Ken
  • gezichtspunt στα ελληνικά - εξέδρα, άποψη, σκοπιά, την άποψη, απόψεως, οπτική γωνία
  • gezien στα ελληνικά - αγαπητός, ακριβός, δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρείται, θεωρηθεί
  • gezin στα ελληνικά - σπιτικό, οίκος, οικιακός, σπίτι, οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακή, ...
Τυχαίες λέξεις
Gezichtsvermogen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοπίο, όραση, προοπτική, όψη, πανόραμα, πλευρά, άποψη, ορίζοντας, σκηνή, θωριά, όρασης, την όραση, όρασή, της όρασης