Gillen στα ελληνικά
Μετάφραση: gillen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στριγγλίζω, στριγκλίζω, κραυγάζω, φωνάζω, κραυγή, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gil στα ελληνικά - κραυγή, στριγκλίζω, φωνάζω, κραυγάζω, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, ...
- gilde στα ελληνικά - συντεχνία, τάγματος, του τάγματος, τάγμα, το τάγμα
- ginds στα ελληνικά - εκεί, εκεί πέρα, εκείνος, μακρινό, στο μακρινό, yonder
- ginnegappen στα ελληνικά - χλευάζω, χλευασμός, ειρωνεία, χλεύη, χλευασμού, sneer, εμπαίζω
Τυχαίες λέξεις
Gillen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στριγγλίζω, στριγκλίζω, κραυγάζω, φωνάζω, κραυγή, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει
Μεταφράσεις: στριγγλίζω, στριγκλίζω, κραυγάζω, φωνάζω, κραυγή, ουρλιάζουν, να ουρλιάζουν, κραυγάζουν, κραυγάζει