Grijpen στα ελληνικά

Μετάφραση: grijpen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, κλώσημα, καταλαμβάνω, απομόνωση, κατάσχω, αρπάζω, λαβή, κράτημα, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
Grijpen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • grijnslachen στα ελληνικά - χλευάζω, ειρωνεία, χλευασμός, χλεύη, χλευασμού, sneer, εμπαίζω
  • grijnzen στα ελληνικά - μορφάζω, γκριμάτσα, πλατύ χαμόγελο, χαμόγελο, grin, το χαμόγελο
  • grijs στα ελληνικά - φαιός, γκρίζος, γκρί, γκρι, γκρίζα, γκρίζο
  • gril στα ελληνικά - καπρίτσιο, ορμή, ιδιοτροπία, Caprice, Το Caprice
Τυχαίες λέξεις
Grijpen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, κλώσημα, καταλαμβάνω, απομόνωση, κατάσχω, αρπάζω, λαβή, κράτημα, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη