Harden στα ελληνικά
Μετάφραση: harden, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, σκληραίνω, εμμένω, μετριάζω, διάθεση, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- happig στα ελληνικά - ενθουσιώδης, απίθανος, φιλάργυρος, μεγάλος, κερδομανής, λαίμαργος, άπληστος, ...
- hard στα ελληνικά - συμπαγής, εδραίος, γρήγορα, γρήγορος, εταιρία, βροντερός, δύσκολος, ...
- hardhandig στα ελληνικά - ακατέργαστος, πρόχειρος, τραχύς, σκληρός, αγροίκος, ωμός, χονδροειδής, ...
- hardheid στα ελληνικά - αυστηρότητα, σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα
Τυχαίες λέξεις
Harden στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, σκληραίνω, εμμένω, μετριάζω, διάθεση, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
Μεταφράσεις: οργή, σκληραίνω, εμμένω, μετριάζω, διάθεση, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει