Λέξη: καθαιρώ

Σχετικές λέξεις: καθαιρώ

καθαιρώ συνώνυμα, καθαιρώ αρχικοί χρόνοι, καθαιρώ σημασια

Συνώνυμα: καθαιρώ

καθαρίζω, εξολοθρεύω, εξαγνίζω, απαλλάσομαι

Μεταφράσεις: καθαιρώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
degrade, lustrate, purge, be puristic
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
degradar, lustrate, lustrate la
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lustrate, nennen lustrate
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dégradons, avilissons, humilier, avilissez, rabaisser, abaisser, dégradez, abâtardir, dégradent, dégrader, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
degradare, lustrate, lustrate la
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
degradar, degenerar, lustrate, tram
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verlagen, degraderen, lustrate
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
деградировать, уменьшать, снижать, разрушать, убавлять, разжаловать, унижать, проиллюстрировать, иллюстрирующих
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
degradera, lustrate
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alentaa, nöyryyttää, havainnollistamaan, listamaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
møder, viser
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokořit, znehodnotit, ponížit, degradovat, zneuctít, lustrate
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upadlać, degradować, spodlić, lustrate
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıkamak, şartlamak, taharetlenmek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
деградувати, руйнувати, знижувати, деградуйте, проілюструвати
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pastroj, purifikoj altarin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праілюстраваць, адлюстраваць, праілюстраваў
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuluma, degradeerima, lustrate
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razgraditi, degradirati, lustrate
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atspoguļo to
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lustrate
Τυχαίες λέξεις