Heiligdom στα ελληνικά

Μετάφραση: heiligdom, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφύγιο, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο
Heiligdom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • heiig στα ελληνικά - χνουδάτος, ομιχλώδης, ασαφής, fuzzy, ασαφούς, ασαφή, ασαφών
  • heilig στα ελληνικά - ιερός, πανάγιος, άγιος, ιερό, ιερά, ιερή
  • heilige στα ελληνικά - πανάγιος, άγιος, ιερός, άγια, Αγίου, άγιο, saint, ...
  • heiligen στα ελληνικά - γειά σου, γειά σας, γειά, αγιάζουσιν, hallow
Τυχαίες λέξεις
Heiligdom στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφύγιο, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο