Helen στα ελληνικά

Μετάφραση: helen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναρρώνω, γιατρεύω, καπνίζω, επανορθώνω, θεραπεύω, αλατίζω, επουλώνομαι, επανακτώ, παστώνω, αποκαθιστώ, επουλώνω, ανακτώ, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται
Helen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • heldhaftigheid στα ελληνικά - ηρωϊσμός, ηρωισμό, ηρωισμού, τον ηρωισμό, ηρωισμός
  • helemaal στα ελληνικά - όλα, όλος, ολόκληρος, όλες, ακέραιος, πλήρως, άρτιος, ...
  • helend στα ελληνικά - ιατρικός, επουλωτικά, επουλωτικό, φαρμακευτικών φυτών
  • helft στα ελληνικά - μισός, ήμισυ, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ, μισή
Τυχαίες λέξεις
Helen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναρρώνω, γιατρεύω, καπνίζω, επανορθώνω, θεραπεύω, αλατίζω, επουλώνομαι, επανακτώ, παστώνω, αποκαθιστώ, επουλώνω, ανακτώ, επουλωθούν, θεραπεύσει, θεραπεύει, να θεραπεύσει, επουλώνονται