Επουλώνομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: επουλώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
helen, genezen, litteken, littekens, litteken van, wondteken, scar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επουλώνομαι
επουλώνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επουλώνομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επονομάζω στα ολλανδικά - bijnaam, nickname, alias, nick, gebruikersnaam
- εποπτεύω στα ολλανδικά - aflezen, controleren, schouwen, checken, nakijken, visiteren, inspecteren, ...
- επουλώνω στα ολλανδικά - genezen, helen, te genezen, te helen, geneest
- επουράνιος στα ολλανδικά - hemels, goddelijk, hemelse, paradijselijk, hemel, de hemelse
Τυχαίες λέξεις
Επουλώνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: helen, genezen, litteken, littekens, litteken van, wondteken, scar
Μεταφράσεις: helen, genezen, litteken, littekens, litteken van, wondteken, scar