Houding στα ελληνικά
Μετάφραση: houding, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοποθετώ, θέση, τόπος, διεξάγω, συμπεριφορά, φέρσιμο, μέρος, στάση, τοποθεσία, διαγωγή, στάσης, τη στάση, η στάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- houden στα ελληνικά - αμπάρι, σκοπός, προκαλώ, κρατώ, προξενώ, αιτία, για να κρατήσει, ...
- houder στα ελληνικά - θήκη, πρίζα, υποδοχή, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, ...
- hout στα ελληνικά - ξύλο, δάσος, ξυλεία, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
- houtduif στα ελληνικά - περιστέρι, φάσα
Τυχαίες λέξεις
Houding στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοποθετώ, θέση, τόπος, διεξάγω, συμπεριφορά, φέρσιμο, μέρος, στάση, τοποθεσία, διαγωγή, στάσης, τη στάση, η στάση
Μεταφράσεις: τοποθετώ, θέση, τόπος, διεξάγω, συμπεριφορά, φέρσιμο, μέρος, στάση, τοποθεσία, διαγωγή, στάσης, τη στάση, η στάση