Hulpvaardig στα ελληνικά
Μετάφραση: hulpvaardig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hulpeloos στα ελληνικά - ανίκανος, ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
- hulpmiddelen στα ελληνικά - μηχάνημα, συσκευή, καθορισμένος, τέχνασμα, τοποθετώ, συσκευής, διάταξη, ...
- hulst στα ελληνικά - πρίνος, Holly, πουρνάρια, ιερά, πουρνάρι
- humaan στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
Τυχαίες λέξεις
Hulpvaardig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο
Μεταφράσεις: εξυπηρετικός, χρήσιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, χρήσιμο