Εξυπηρετικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξυπηρετικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meegaand, hulpvaardig, toegevend, behulpzaam, inschikkelijk, handelbaar, nuttig, nuttige, een nuttige, beoordeling
Εξυπηρετικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξυπηρετικός

εξυπηρετικός in english, εξυπηρετικός αγγλικα, εξυπηρετικός συνώνυμο, εξαιρετικός συνώνυμα, εξυπηρετικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξυπηρετικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξτρεμιστής στα ολλανδικά - extremistische, extremistisch, extremist, extreme, extremisten
  • εξυπηρέτηση στα ολλανδικά - bediening, godsdienstoefening, eredienst, diensten, service, dienst, dienstverlening
  • εξυπηρετώ στα ολλανδικά - proces, voegen, gerechtszaak, uitkomen, gewaad, kostuum, pak, ...
  • εξυπνάδα στα ολλανδικά - spriet, geest, verstand, boegspriet, knapheid, handigheid, bekwaamheid, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξυπηρετικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: meegaand, hulpvaardig, toegevend, behulpzaam, inschikkelijk, handelbaar, nuttig, nuttige, een nuttige, beoordeling