Immer στα ελληνικά

Μετάφραση: immer, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάντα, πάντοτε, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο
Immer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • imiteren στα ελληνικά - μιμούμαι, μιμηθούν, μιμούνται, μιμηθεί, μιμείται, απομίμηση
  • immens στα ελληνικά - πελώριος, τεράστιος, πάρα πολύ, εξαιρετικά, πάρα
  • immers στα ελληνικά - σίγουρα, πράγματι, όντως, μάλιστα, πραγματικά
  • immigreren στα ελληνικά - μεταναστεύω, μεταναστεύσουν, μεταναστεύουν, μεταναστεύσει, μετανάστευση
Τυχαίες λέξεις
Immer στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάντα, πάντοτε, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο