Inboorling στα ελληνικά

Μετάφραση: inboorling, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γηγενής, ιθαγενής, ντόπιος, Αβοριγίνων, Αβορίγινας, aborigine, αυτόχθων, Αβοριγινή
Inboorling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inboeten στα ελληνικά - αναπληρώνω, αντικαθιστώ, αναπληρωματικός, υποκαθιστώ, χάνουν, χάσετε, χάσουν, ...
  • inboezemen στα ελληνικά - εμπνέω, ενσταλάξει, ενσταλάξουν, να ενσταλάξει, ενσταλάξει την, εμφυσήσει
  • inbreker στα ελληνικά - διαρρήκτης, Αντιδιαρρηκτικά, διαρρήκτη, διαρρηκτών, αντιδιαρρηκτικού
  • incarnatie στα ελληνικά - ενσάρκωση, ενσάρκωσης, ενσάρκωσή, την ενσάρκωση, σάρκωση
Τυχαίες λέξεις
Inboorling στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γηγενής, ιθαγενής, ντόπιος, Αβοριγίνων, Αβορίγινας, aborigine, αυτόχθων, Αβοριγινή