Ingeboren στα ελληνικά

Μετάφραση: ingeboren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιθαγενής, ντόπιος, έμφυτος, έμφυτη, έμφυτο, έμφυτης, εγγενείς
Ingeboren στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ingang στα ελληνικά - καταχώρηση, λήμμα, πύλη, είσοδος, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, ...
  • ingebeeld στα ελληνικά - όραση, όραμα, φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
  • ingespannen στα ελληνικά - τεντωμένος, προσεκτικώς, προσήλωση, με προσήλωση, εντατικά, επίμονα
  • ingetogen στα ελληνικά - απέριττος, μετριόφρων, αγνός, σεμνός, υποτονικές, υποτονική, υποτονικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Ingeboren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιθαγενής, ντόπιος, έμφυτος, έμφυτη, έμφυτο, έμφυτης, εγγενείς