Ingrijpend στα ελληνικά

Μετάφραση: ingrijpend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ριζικός, ριζικά, δραστικά, ριζική, ριζοσπαστικά, εντελώς
Ingrijpend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ingreep στα ελληνικά - λειτουργία, εγχείρηση, επιχείρηση, λειτουργίας, τη λειτουργία, πράξη
  • ingrijpen στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
  • inhalen στα ελληνικά - καταφέρω, σουξέ, φτάνω, κυκλοφορώ, βαρώ, φτιάχνω, αρπάζω, ...
  • inhalig στα ελληνικά - άπληστος, λαίμαργος, στενός, φιλάργυρος, σημαίνω, τσιγκούνης, παραδόπιστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Ingrijpend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ριζικός, ριζικά, δραστικά, ριζική, ριζοσπαστικά, εντελώς