Inhalen στα ελληνικά

Μετάφραση: inhalen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταφέρω, σουξέ, φτάνω, κυκλοφορώ, βαρώ, φτιάχνω, αρπάζω, ξεπερνώ, πέρασμα, χτυπώ, απολαβή, κάνω, προσπερνώ, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, κατορθώνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά
Inhalen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ingrijpen στα ελληνικά - παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
  • ingrijpend στα ελληνικά - ριζικός, ριζικά, δραστικά, ριζική, ριζοσπαστικά, εντελώς
  • inhalig στα ελληνικά - άπληστος, λαίμαργος, στενός, φιλάργυρος, σημαίνω, τσιγκούνης, παραδόπιστος, ...
  • inhaligheid στα ελληνικά - απληστία, φιλαργυρία, τσιγκουνιά, βουλιμία, moneygrubbing
Τυχαίες λέξεις
Inhalen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταφέρω, σουξέ, φτάνω, κυκλοφορώ, βαρώ, φτιάχνω, αρπάζω, ξεπερνώ, πέρασμα, χτυπώ, απολαβή, κάνω, προσπερνώ, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, κατορθώνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά