Inlevering στα ελληνικά

Μετάφραση: inlevering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδοση, παραλαβή, παράδοσης, εξαγοράς, παραίτηση, παράδοσή
Inlevering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inleidend στα ελληνικά - προκαταρκτικός, έκδοση προδικαστικής, προκαταρκτική, προκαταρκτικά, προκαταρκτικές
  • inleiding στα ελληνικά - καταχώρηση, εισαγωγή, προλογίζω, σκεπτικό, είσοδος, προοίμιο, λήμμα, ...
  • inlichten στα ελληνικά - πληροφορώ, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει
  • inlichting στα ελληνικά - πληροφορίες, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
Τυχαίες λέξεις
Inlevering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδοση, παραλαβή, παράδοσης, εξαγοράς, παραίτηση, παράδοσή