Inroepen στα ελληνικά
Μετάφραση: inroepen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρωτώ, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inrichten στα ελληνικά - επιβάλλω, διαπιστώνω, ιδρύω, καθιερώνω, αναστηλώνω, ανεγείρω, ορθώνω, ...
- inrichting στα ελληνικά - δομή, ετοιμασία, διευθέτηση, εξοπλισμός, τακτοποίηση, συσκευή, ρύθμιση, ...
- inruilen στα ελληνικά - εναλλαγή, ανταλλάσσω, εμπόριο, εμπορίου, το εμπόριο, συναλλαγές, συναλλαγών
- inschakelen στα ελληνικά - αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, συντονιστείτε, συντονιστείτε στο, συντονιστείτε σε, συντονιστείτε στον, ...
Τυχαίες λέξεις
Inroepen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρωτώ, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν
Μεταφράσεις: ρωτώ, επικαλούνται, επικαλεστεί, να επικαλεστεί, επικαλεσθεί, επικαλεστούν