Inwisselen στα ελληνικά
Μετάφραση: inwisselen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταλλάσσω, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inwerking στα ελληνικά - επιρροή, επενέργεια, επενεργώ, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
- inwikkelen στα ελληνικά - περιτυλίσσω, τυλίγω, περιτυλίγω, περικαλύπτω, κονδύλιο
- inwoner στα ελληνικά - κάτοικος, μόνιμος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- inzamelen στα ελληνικά - συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συλλέγω, μαζεύω, περισυλλέγω, συλλογή, συλλέγουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Inwisselen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταλλάσσω, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
Μεταφράσεις: ανταλλάσσω, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος