Jaarlijks στα ελληνικά
Μετάφραση: jaarlijks, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ετήσιος, ετήσια, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jaarboek στα ελληνικά - ετήσιος, ετήσιο ημερολόγιο, επετηρίδα, Yearbook, επετηρίδα της, Επετηρίδας
- jaargetijde στα ελληνικά - περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
- jaartelling στα ελληνικά - θραύσμα, μόριο, κομματάκι, πράγμα, κομμάτι, σωματίδιο, εποχή, ...
- jacht στα ελληνικά - θαλαμηγός, κότερο, κυνήγι, θήρα, το κυνήγι, θήρας, κυνηγιού
Τυχαίες λέξεις
Jaarlijks στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ετήσιος, ετήσια, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση
Μεταφράσεις: ετήσιος, ετήσια, ετησίως, κάθε χρόνο, ετήσια βάση, σε ετήσια βάση