Ετήσιος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ετήσιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaarboek, jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, de jaarlijkse, jaar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετήσιος
ετήσιος πληθωρισμός 2011, ετήσιος χρόνος απασχόλησης τεχνικού ασφάλειας και ιατρού εργασίας, ετήσιος πληθωρισμός 2013, ετήσιος προγραμματισμός νηπιαγωγείου, ετήσιος πληθωρισμός 2012, ετήσιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ετήσιος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εσώρουχα στα ολλανδικά - ondergoed, Underwear, onderkleding, Lingerie, onderbroek
- ετήσια στα ολλανδικά - jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, jaar, per jaar
- εταίρα στα ολλανδικά - snol, courtisane, courtesan, courtisane van
- εταιρία στα ολλανδικά - ferm, vast, gevestigd, gezelschap, stevig, handelsfirma, compagnie, ...
Τυχαίες λέξεις
Ετήσιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jaarboek, jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, de jaarlijkse, jaar
Μεταφράσεις: jaarboek, jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, de jaarlijkse, jaar