Ετήσια στα ολλανδικά

Μετάφραση: ετήσια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, jaar, per jaar
Ετήσια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ετήσια

ετήσια δήλωση δσα, ετήσια κάρτα για όλα τα μέσα, ετήσια έκθεση παραγωγού αποβλήτων 2013, ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης, ετήσια δήλωση δικηγόρου, ετήσια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ετήσια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εσώκλειστο στα ολλανδικά - kraal, verpakking, pakketje, pakket, arrangement
  • εσώρουχα στα ολλανδικά - ondergoed, Underwear, onderkleding, Lingerie, onderbroek
  • ετήσιος στα ολλανδικά - jaarboek, jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, de jaarlijkse, jaar
  • εταίρα στα ολλανδικά - snol, courtisane, courtesan, courtisane van
Τυχαίες λέξεις
Ετήσια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jaarlijks, jaar-, jaarlijkse, jaar, per jaar